“Τι καθόμαστε”; Είπε η Άννα. “Πάμε να βοηθήσουμε τα πράγματα να γίνουν όπως πρέπει να γίνουν. Πάμε να κρατήσουμε όρθιο και περήφανο το κεφάλι του Κόλλια μου μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πάμε να πλύνουμε με χιόνι το πρόσωπο του Νικολάι Πούνιν. Να γεμίσουμε με όπιο την πίπα του Αμεντέο, να ρίξουμε δυο σπυριά λιβάνι στο θυμιατό με το οποίο ο Λεβ λιβανίζει τον τάφο μου”.
“Πάμε Άννα”! αποκρίθηκα εγώ – είδα εκείνη την στιγμή το πρόσωπό μου να λάμπει στον καθρέφτη. “Μας περιμένουν. Έχουμε ακόμη να περάσουμε από το ορισμένο μέρος, όπου ο καθένας έδωσε τα δικά του, άλλος έρωτα, άλλος ψέμα, τρυφεράδα, σκέψη, λογικό, αλήθεια, έχθρα, τη γη, και ένας έδωσε ακόμη κι αυτόν τον ήλιο”… Έχουμε να δώσουμε τον ήλιο Άννα. Να ανοίξουμε περάσματα. Εκεί που το μέρος είναι κακοτράχαλο και είναι δύσκολα …” (από το Γκρίζο του Γ. Φ.)
Βγήκαμε έξω. Είχε ξημερώσει. Ο κόσμος όλος έλαμπε, έτσι όπως αστράφτει το μαχαίρι στον ήλιο.
“Δυο γυναίκες, ανήμπορες να αισθανθούν την γαλήνη ως το τέλος, σαν να πίστευαν πως δεν τους ταίριαζε. Διακατέχονται από τύψεις για το ότι δεν έκαναν όσα θα μπορούσαν να είχαν κάνει, αλλά την ίδια στιγμή κατακλύζονται από επιείκεια για τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Οι πολλές και διαφορετικές ζωές τους σβήνουν η μια μέσα στην άλλη ενώ προσπαθούν να τις παρατηρούν από μακριά. Σαν κάποιος άλλος να υποφέρει και όχι οι ίδιες”.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Δεν υπάρχουν