Όταν μια μέρα πείστηκε πως αυτό θέλει, μόνο την αλήθεια, ήξερε, τα είδε όλα γραμμένα στο βλέφαρο του ουρανού, εκεί που διαγραφόταν το όριό του με τη γη, στον ορίζοντα. Και τότε, με αυτή τη γνώση, φυλαγμένη για μέρες σαν φυλαχτό, πήγε κρυφά στο πατρικό της, ξεκρέμασε την καραμπίνα, τη γυάλισε, τη γέμισε και την πήρε μαζί στην πέτρα της αλήθειας.
Ήταν ολόγιομο το φεγγάρι και όλα είχαν ένα χρώμα ασημί. Σαν έφτασε, η πέτρα είχε αλλάξει, ήταν κόκκινη, κατακόκκινη, μαλακιά, σχεδόν παχύρρευστη, και όταν ακούμπησε, πρώτα με τον έναν γοφό, άρχισε σιγά σιγά να βυθίζεται. Χρειάστηκε την καραμπίνα, που την ενεργοποίησε με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, για να απολαύσει όλο το βύθισμα στο σκούρο κόκκινο, αν και δεν ήξερε πού θα την οδηγούσε. Όμως δεν ήταν αυτή η έγνοια της εκείνη τη στιγμή. Ήθελε μόνο να απολαύσει το πέρασμά της στον άλλο κόσμο
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Δεν υπάρχουν